- συνατιμάσει
- συνατῑμάσει , συνατιμάζομαιaor subj act 3rd sg (epic)συνατῑμάσει , συνατιμάζομαιfut ind mid 2nd sgσυνατῑμάσει , συνατιμάζομαιfut ind act 3rd sgσυνατιμάζωinsultaor subj act 3rd sg (epic)συνατιμάζωinsultfut ind mid 2nd sgσυνατιμάζωinsultfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.